Κηφισοφῶν

Κηφισοφῶν
Κηφισοφῶν
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κηφισοφών — (5ος αι. π.Χ.). Δούλος του Ευριπίδη και βοηθός του στο ποιητικό του έργο. Αναφέρεται ότι διατηρούσε παράνομες σχέσεις με τη σύζυγο του Ευριπίδη …   Dictionary of Greek

  • Κηφισοφῶντα — Κηφισοφῶν masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισοφῶντι — Κηφισοφῶν masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισοφῶντος — Κηφισοφῶν masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”